Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται

См. также в других словарях:

  • καταπλύνω — (Α) 1. πλένω κάτι με νερό, καταβρέχω 2. αποβάλλω κάτι με το πλύσιμο, αποπλύνω, ξεπλένω 3. μτφ. (για γεγονότα) λησμονιέμαι, ξεθωριάζω («τὸ πρᾱγμα καταπέπλυται» η υπόθεση λησμονήθηκε και εξαφανίστηκε, Αισχίν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»