-
1 κατα-πλύνω
κατα-πλύνω (s. πλύνω), eigtl. von oben herabspülen, abwaschen; ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen. de re equ. 5, 6; καταπλυϑείς Theophr.; Sp. – Uebertr., τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται, die Sache ist ausgewaschen, ist vergessen, abgethan, Aesch. 3, 178, was Poll. 7, 48 erkl.: οὐδενὸς ἄξιόν τι ἀποπεφάνϑαι.
-
2 καταπλύνω
κατα-πλύνω, eigtl. von oben herabspülen, abwaschen. Übertr., τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται, die Sache ist ausgewaschen, ist vergessen, abgetan -
3 καταπλυνω
1) ополаскивать, омывать(ὕδατι τέν κεφαλήν Xen.)
2) споласкивать, смывать(τὸ ὑγρόν Arst.)
3) перен. смывать, стирать, изглаживать из памяти(νῦν δ΄ ἤδη καταπέπλῠται τὸ πρᾶγμα Aeschin.)
-
4 καταπλύνω
II wash out, remove by washing, [ ἁλμυρόν τι] Arist.Mete. 357b5:—[voice] Pass.,καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης Thphr.CP3.24.3
: metaph., καταπέπλῠται τὸ πρᾶγμα the affair is washed out, has become worthless, Aeschin.3.178, cf. Poll.7.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπλύνω
См. также в других словарях:
καταπλύνω — (Α) 1. πλένω κάτι με νερό, καταβρέχω 2. αποβάλλω κάτι με το πλύσιμο, αποπλύνω, ξεπλένω 3. μτφ. (για γεγονότα) λησμονιέμαι, ξεθωριάζω («τὸ πρᾱγμα καταπέπλυται» η υπόθεση λησμονήθηκε και εξαφανίστηκε, Αισχίν.) … Dictionary of Greek